ἀραιότερος

ἀραιότερος
ἀραῑότερος , ἀραῖος
prayed to
masc nom comp sg
ἀραῑότερος , ἀραῖος
prayed to
masc nom comp sg
ἀραιός
thin
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • υπερανίεμαι — Α γίνομαι αραιότερος από όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίεμαι «χαλαρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՕՍՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c ա. λεπτώτερος, λεπτώτατος tenuior, tenuissimus, ἀραιότερος rarior, ἑπαφρότατος levissimus Առաւել կամ կարի անօսր (ըստ ամենայն առման). *Ի թեթեւ նիւթոյն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ατμοσφαιρικός — ή, ό αυτός που υπάρχει στην ατμόσφαιρα ή προέρχεται απ αυτή: Ο ατμοσφαιρικός αέρας είναι αραιότερος στα ψηλότερα μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”